- χαλβανίς
- χαλβᾰνίς, ίδος, ἡ,A of or from
χαλβάνη, ῥίζα Nic.Th.938
: as Subst., Androm. ap. Gal.14.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλβάνη, ῥίζα Nic.Th.938
: as Subst., Androm. ap. Gal.14.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλβανίς — ίδος, ἡ, Α 1. (με σημ. επιθ.) αυτή που παράγει χαλβάνη («χαλβανὶς ῥίζα», Νίκ.) 2. (με σημ. ουσ.) το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
χαλβανίδες — χαλβανίς of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλβανίδος — χαλβανίς of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)